- сразишь
- -ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сражённый, βρ: -жн, -жена, -женоρ.σ.μ.1. φονεύω, σκοτώνω, ρίχνω κάτω, κόβω,θερίζω•
его -ла вражеская пуля τον θέρισε εχθρική σφαίρα•
болезнь его -ла τον θέρισεη αρρώστεια.
|| μτφ. υπερνικώ.2. μτφ. συγκλονώ, συνταράσσω.сразишьсяμάχομαι, πολεμώ•сразишь за родину πολεμώ για την πατρίδα.
|| παραβγαίνω στο παιγνίδι, αναμετριέμαι•сразишь в преферанс, в бильярд παραβγαίνω στην πρέφα, στο μπιλιάρδο.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.